Pageviews past week

Monday, January 20, 2014

Ο φόβος είναι φυλακή

Δεν ήταν εύκολη η ζωή του. Όσες φορές κοίταζε πίσω, έβλεπε ένα σκληρό, μοναχικό αγώνα. Δε μιλούσε πολύ, όχι επειδή δεν ήθελε αλλά επειδή κανείς δεν τον άκουγε. Στείρο το περιβάλλον γύρω του, πώς να ευδοκιμήσουν οι ιδέες;

Διαφορετικό τον έλεγαν. Μπορεί και να ήταν αφού τολμούσε να σκεφτεί!

Όμως αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Κάτι έπρεπε να κάνει, να απαλλαγεί από όλους αυτούς που του έκοβαν την ανάσα, που του μαγάριζαν τη δημιουργία.
Δεν είχε συγκεκριμένο προορισμό. Μακριά, πολύ μακριά! Μόνο αυτό ήθελε.

Ο Ν. Ατλαντικός του φάνηκε αρκετά μακρινός. Αυτή η αποστολή φάνταζε λαχείο τη συγκεκριμένη στιγμή.

Δε θα τον πείραζε να πάει και λίγο πιο πέρα αλλά τελείωνε ο χάρτης. Αν προχωρούσε κι άλλο πάνω στον ίδιο μεσημβρινό, θα έφτανε πάλι εκεί από όπου έφυγε κι αυτό δεν το ήθελε με τίποτε. Δεν ήθελε να ανακυκλώνει τη ζωή του αλλά να ξεφύγει από αυτή. Ένα νησί στην άκρη του Ν. Ατλαντικού θα ήταν ό,τι έπρεπε για να αρχίσει από την αρχή, μακριά από το τοξικό παρελθόν του.

Θα μπορούσε να πάρει το αεροπλάνο, προτίμησε όμως το καράβι γιατί έτσι ένιωθε ότι χαράζει ο ίδιος του την πορεία προς τη λύτρωση.

Μακρύ και δύσκολο το ταξίδι που ξεκίνησε όμως η ανάγκη του να ξεφύγει ήταν τόσο δυνατή, σαν ωστικό κύμα τον έσπρωχνε μακριά.

Στην πορεία της λύτρωσης συνάντησε εμπόδια και μια συνεχή, πυκνή ομίχλη που δεν τον άφηνε να χαλαρώσει, ήταν όμως και μια εξαιρετική ευκαιρία για να μελετήσει τα μετεωρολογικά φαινόμενα και να βγάλει καινούρια συμπεράσματα.

Ήθελε πολύ να κατανοήσει τι ήταν αυτό που προκαλούσε την ομίχλη που τον εμπόδιζε να δει καθαρά.

Τη στεριά τη διέκρινε μπροστά του από ώρα. Νόμιζε πως αν απλώσει το χέρι του θα την πιάσει, όπως νόμιζε και για τον ουρανό όταν ήταν παιδί

Αλήθεια, πότε έπαψε να είναι παιδί και να βλέπει καθαρά; Πότε άρχισε αυτή η αργή και ύπουλη διάβρωση, πότε τον κατέλαβε η αδηφάγα ανάγκη για φυγή;

Αμέσως ένιωσε μια αδελφοσύνη με αυτό το νησί. Εγκλωβισμένο ανάμεσα στο γκρίζο του ουρανού και της θάλασσας, όπως κι αυτός ανάμεσα στους άλλους και τις αναστολές του.

Έκανε μια χλιαρή προσπάθεια να βρει τον προκάτοχο του, μιας και ήταν υποχρεωμένος να τον συναντήσει. Ανακουφίστηκε όταν κατάλαβε ότι δεν υπήρχε κανείς εκεί. Δεν μπήκε καν στον κόπο να ψάξει καλύτερα. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος θα μιλούσε για μυστηριώδη εξαφάνιση. Αυτός ήξερε καλά πως ο  Άλλος ήθελε απλά να φύγει. Μήπως κι αυτός το ίδιο δεν έκανε;

Μια ψυχρή αίσθηση ανθρώπινης παρουσίας τον έκανε να κοιτάξει πίσω του. Ο φαροφύλακας τον κοίταζε βλοσυρά, ενοχλημένος που του χαλούσε την ησυχία. Κι αυτός όμως δεν ενθουσιάστηκε και πολύ που τον είδε, είχε συνηθίσει στην ιδέα ότι θα είναι μόνος του εκεί.

Κι όμως, να τος μπροστά του να ανοιγοκλείνει το στόμα του. Φαίνεται ότι του μιλάει, ότι κάτι του λέει, δεν καταλαβαίνει καλά.

Διαφορετικός άνθρωπος, αλλόκοτος, σκέφτηκε. Και αμέσως θυμήθηκε ότι και αυτόν έτσι τον έλεγαν.

Του φάνηκε ότι η νύχτα έπεσε αθόρυβα, ύπουλα. Ένιωσε τις σκιές να μακραίνουν και να τον πλησιάζουν. Ή μήπως δεν ήταν σκιές; Βγάζουν ήχο οι σκιές; Τα παιδικά του όνειρα τις νύχτες βασανιζόταν από θορυβώδεις σκιές που τον τρόμαζαν. Τώρα όμως μεγάλωσε, είναι δυνατός ή μήπως όχι;

Ο φόβος τον ρουφούσε. Αργά και σαδιστικά ανέβαινε στο κορμί του. Και οι σκιές πλησίαζαν. Προσπάθησε να κινήσει το μαργωμένο του κορμί και να φύγει, να αποφύγει.

Ως πότε όμως θα απέφευγε; Ο φόβος είναι φυλακή, όσο τον αποφεύγεις τόσο πιο βαθιά σε ρίχνει!

Κάτι πρέπει να κάνει, τον πλησιάζουν συνεχώς, σχεδόν τον έφτασαν. Δυσκολεύεται να ανασάνει, νιώθει το ψυχρό τους άγγιγμα. Ήρθε το τέλος!

Σκέπασε με το χέρι την καρδιά του, να σταματήσει να χτυπάει τρελά. Κάτι ένιωσε εκεί, στην αριστερή τσέπη. Φακός! Τον άναψε και έριξε το φως πάνω στις σκιές που τον βασάνιζαν.

Δεν υπήρχε τίποτε μπροστά του. Μόνο το φως που απλώθηκε θωπευτικά!

Τα θρύψαλα του φόβου σκόρπισαν μπροστά του, μαζί και οι σκιές του παρελθόντος.

No comments:

Post a Comment