Pageviews past week

Tuesday, March 11, 2014

Το ακουστικό

Ο Αγησίλαος έσυρε τις παντόφλες του στο πάτωμα, τράβηξε την πυτζάμα του μέχρι τη μέση και με το μυαλό θολωμένο ακόμα από τον ύπνο έψαξε με τη ματιά του να βρει την Μαρίκα. Δεν την είδε στη συνηθισμένη της θέση μπροστά από τον πάγκο της κουζίνας, κάτι που του χάλασε την διάθεση, γιατί θα έπρεπε να κάνει μόνος του το πρωινό καφεδάκι.

- Πάλι τους δρόμους πήρε η σουρτούκου, μουρμούρισε με ξινισμένα μούτρα και έπιασε το καμινέτο και το μπρίκι. Πριν ανοίξει το βάζο με τη ζάχαρη, μπήκε φουριόζα η Μαρίκα από την πόρτα της κουζίνας με μια αγκαλιά χόρτα.

- Ξύπνησες Αγησίλαε;
- Όχι ακόμα, σε λίγο, τώρα υπνοβατώ, της είπε νευριασμένος.
- Μμμμμ εξυπνάδες, άντε χριστιανέ μου όρεξη που έχεις πρωί – πρωί! του απάντησε σουφρώνοντας τα χείλι κι άφησε από την αγκαλιά της τα χόρτα στο τραπέζι.
-  Άσε,  Αγησίλαε το μπρίκι, θα  κάνω εγώ καφέ.
- Όχι, θα κάνω μόνος μου, μούγκρισε μουτρωμένος ο Αγησίλαος.
- Άστο σου λέω.. ύψωσε την φωνή της, και του άρπαξε το μπρίκι από το χέρι η Μαρίκα
- Άντε άνθρωπέ μου πήγαινε στο σαλόνι και θα σου φέρω εγώ κουλουράκι, θα μου γεμίσεις το πάτωμα ψίχουλα, του είπε με αυταρχικότητα και του τράβηξε την μπουκιά από το στόμα.

Ο φουκαράς ο Αγησίλαος έμεινε με τη μασέλα του σε ετοιμότητα δαγκώματος και από την άκρη των χειλιών του έσταξε μια σταγόνα σάλιο.
- Άντε σου λέω μπρος –μπρος προχώρα φύγε απ’ τα πόδια μου με ενοχλείς, τον μάλωσε και τον έσπρωξε με το χέρι της έξω από την κουζίνα της. Πάρε και το χάπι σου και θα φέρω και για μένα καφέ.
- Τι είπες Μαρίκα; Τι θέλεις από  τον  μπουφέ; απάντησε ο Αγησίλαος γυρνώντας το αυτί του προς την κουζίνα..
- Ναι, από τον μπουφέ, μονολόγησε και κούνησε το κεφάλι της πάνω - κάτω κοροϊδευτικά η Μαρίκα.
- Ποιο μπουφέ, τον καφέ λέω! φώναξε δυνατά να την ακούσει.

Αχ τι αμαρτίες πληρώνω στα γεράματα, μονολόγησε βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό από τα σπλάχνα της, κι έβαλε το μπρίκι στη φωτιά.
    
Ο Αγησίλαος τράβηξε ξανά στη μέση του την πυτζάμα, έσυρε τις παντόφλες του στο πάτωμα, πήρε το χάπι του και κάθισε στον καναπέ. Εδώ και δέκα οχτώ χρόνια από τότε που βγήκε στη σύνταξη κάθε πρωί τα ίδια και τα ίδια. Πίνει το καφεδάκι του, διαβάζει την εφημερίδα του και μαλώνει με την Μαρίκα. Πενήντα χρόνια παντρεμένος, μα κάθε μέρα, ένα μικρό καβγαδάκι με την Μαρίκα ήταν το αλατοπίπερο της ζωής του. Σαν το κορμί  έβραζε από νιάτα, ο καυγάς  έφερνε κι ένα ακόμα κουτσούβελο στην οικογένεια. Είχε μεγάλη οικογένεια ο Αγησίλαος. Πέντε παιδιά είχε σκαρώσει στην Μαρίκα και κανά δυο που έριξε, κουνέλα την είχε κάνει. Το σφρίγος κι η λαχτάρα του, αλλά κι η μυρωδάτη γεύση της Μαρίκας ήταν η αιτία της πολυτεκνίας.

Τώρα με το ζόρι σέρνει τα πόδια του κι οι πόνοι στη μέση τον έχουν διπλώσει στα δύο.
- Αχ! πάνε τα νιάτα αναστέναξε και έβαλε τα μεγάλα του μυωπικά γυαλιά, από εκείνα που είναι σαν μεγεθυντικός φακός να διαβάσει την εφημερίδα του. Όχι ότι έβλεπε και πολλά – πολλά, περισσότερο τις εικόνες χάζευε και τους μεγάλους τίτλους. Πάντα του άρεσε να διαβάζει και να έχει γνώσει και άποψη για όλα τα θέματα, αλλά περισσότερο του άρεσε που γοήτευε την Μαρίκα του.

«Αϊνστάιν μου»! τον φώναζε κι έλιωναν τα ματάκια της, λιγώνονταν το κορμί της σαν τον κοιτούσε να αγορεύει στις οικογενειακές συγκεντρώσεις, με στόμφο και περηφάνια. Της άρεσε να της μαθαίνει νέα πράγματα, να τον ακούει να της μιλά για όλα αυτά που δεν ήξερε. Μέχρι την Τρίτη τάξη του δημοτικού είχε πάει η Μαρίκα, έτσι ο Αγησίλαος της, που είχε τελειώσει το γυμνάσιο, σαν «Αϊνστάιν» φάνταζε στα μάτια της. Με αυτά την είχε ρίξει την Μαρίκα. Από την πρώτη τους συνάντηση σαν άρχισε να της μιλά για τα άστρα και τους πλανήτες, δε χρειάστηκε περισσότερο από έναν χρόνο κι η Μαρίκα είχε φουσκώσει στο πρώτο τους παιδί.

Καλή και τίμια οικογένεια δημιούργησε ο Αγησίλαος  και γι’ αυτό ήταν περήφανος, αλλά που μόνο τώρα πια ήταν και λίγο περήφανος στ’ αυτιά.

Δεν τον ένοιαζε όμως, του άρεσε όταν έβλεπε τα εγγόνια του να γελάνε με τις λέξεις που ταίριαζε πάνω στις δικές τους. Μόνο την γκρίνια της Μαρίκας δεν μπορούσε να ακούει και τις παρατηρήσεις της. Όχι βέβαια ότι τις άκουγε όλες, μόνο αυτές που έπιανε το ακουστικό. «Αγησίλαε το χάπι σου, Αγησίλαε μη σκύβεις θα ανέβει η πίεση. Αγησίλαε μη τρως η χοληστερίνη. Αγησίλαε μη μιλάς με ζάλισες. Αγησίλαε βρες στόχο στην λεκάνη».

Όλο μη και μη ήταν πια η Μαρίκα, πιπίλα τα είχε κάνει τ’ αυτιά του από τις παρατηρήσεις, αλλά την αγαπούσε, ήταν ο άνθρωπός του.
- Έλα έτοιμα τα καφεδάκια μας, κάτσε να σου φέρω το φλιτζάνι δίπλα σου, έλα πάρε και το κουλουράκι, και μέσα στο πιατάκι να το φας, μη μου γεμίσεις τον καναπέ

Ρούφηξαν και οι δυο τον καφέ με ηχητικό σούρσιμο και ένα αχ! ευχαρίστησης.
- Πώς θέλεις να κάνω το κοτόπουλο Αγησίλαε, με ρύζι η πατάτες; ρώτησε η Μαρίκα
- Τι;
- Με ρύζι λέω, ή με πατάτες;
- Κάνε με ρύζι, αχ και το πιθύμησα.
- Μπα!  λέω να το κάνω με πατατούλες που έχουμε καιρό να φάμε.
- Ε… τότε τι με ρωτάς; αφού του κεφαλιού σου θα κάνεις πάλι; της απάντησε και σήκωσε την εφημερίδα.
- Και τι σαλάτα θέλεις να κόψω μαρουλάκι ή ντοματούλα;
- Ε… τι ; ποια Τούλα; της Αμαλίας η κόρη;
- Ποια Τούλα χριστιανέ μου, ντοματούλα λέω, φώναξε μπροστά στο πρόσωπό του πιτσιλώντας σάλιο πάνω στα μυωπικά γυαλιά του.
- Α! ναι κόψε ντοματούλα.
- Μπά! θα κάνω το μαρούλι, γιατί το έχω καιρό και θα μου χαλάσει.
- Εεε.. αμάν βρε Μαρίκα! τι με ρωτάς τότε, ουφ, παράτα με από εκεί, πάλι με σύγχυσες.

Αυτή τη φορά θύμωσε πραγματικά ο Αγησίλαος. Αυτή η συνήθεια της Μαρίκας μια ζωή να τον ρωτά να επιλέξει ανάμεσα στα δύο, αλλά μόνο αν η επιλογή του ταίριαζε με τη δική της να εισακούγεται , τον έβγαζε έξω από τα ρούχα του.
- Μα να μη σε ρωτήσω «Αϊνστάιν» μου; τον καλόπιασε η Μαρίκα μια κι είδε να έχουν κοκκινίσει τα μαγουλά του.
- Ναι,  να ρωτήσεις Μαρίκα μου, αλλά να κάνεις και το χατίρι μου καμία φορά.
- Έλα, μη μου θυμώνεις «Αϊνστάιν» μου, κι εγώ θα σ’ αφήσω να φας και μια κουταλιά μερέντα. 
- Τι να την κάνω τη ρέγγα;
- Μερέντα, Αγησίλαε. Μερέντα, φώναξε δυνατά.
- Τιιι ;

Η Μαρίκα σηκώθηκε και πλησίασε το ακουστικό του αυτιού του.
- Αχ βρε Αγησίλαε, πάλι κλειστό το έχει, έσκυψε και το άνοιξε.
- Ευχαριστώ Μαρικάκι μου, αχ ξεβούλωσαν τ’ αυτάκια μου,  αν δεν είχα και εσένα τι θα έκανα; γλύκανε η φωνή του κι η μάτια του.
- Εμείς Αγησίλαε μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε, του είπε. 

Έγειρε και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο, με ηχητική υπόκρουση τον γύφτο να φωνάζει με την ντουντούκα « Εδώ τα καλά καρπούζια, καρπούζια με τη βούλα και πεπόνια μέλι»
- Θα μου πάρεις Μαρικάκι μου ένα πεπονάκι που το πιθύμησα;
- Θα σου πάρω «Αϊνστάιν» μου, του χαμογέλασε και ρούφηξαν και δυο μαζί συρτά και ηχηρά τον καφέ τους.

No comments:

Post a Comment