Pageviews past week

Thursday, February 4, 2016



Δημιουργική γραφή - Τσουτσουλοπούλου Αναστασία-Μαρίνα – 25.01.2016
Θέμα: Το Μαύρο Μανταρίνι: μια αναχρονιστική ιστορία

Κάποτε ζούσα με τους συντρόφους μου μέσα σε ένα πειρατικό καράβι. Ταξιδεύαμε για χρόνια μέσα στην αρμύρα της θάλασσας, συχνά, χωρίς να βλέπουμε στεριά για μήνες. Τρεφόμασταν με ψάρια, όταν τελείωναν οι κονσέρβες. Νερό γλυφό, μερικές φορές βρώμικο, πράγμα που κατέληγε σε δυσεντερία και αρρώστιες. Τα ούλα μας μάτωναν από έλλειψη βιταμινών, γιατί λαχανικά και φρούτα δεν υπήρχαν. Αν είμασταν τυχεροί και πατούσαμε το πόδι μας σε κανένα νησί του Ειρηνικού, βρίσκαμε καρύδες ή μάγκο και μπανάνες. Τότε, γινόμασταν όλοι αγγελούδια από χαρά που επιτέλους τρώγαμε κάτι φρέσκο, δώρα της μάνας γης.
Κι όταν βρίσκαμε και καμία παμπ, πλακωνόμασταν στο ρούμι και τις μπύρες ή το ουίσκι και γινόμασταν φέσι στο μεθύσι. Μετά, είχαμε συντροφιά από τις γυναίκες των λιμανιών, κι αυτό για λίγο. Εκτός κι αν ο καιρός άλλαζε κι είχε φουρτούνα και θύελλες κι είχαμε τυχερό και μέναμε λίγο παραπάνω στη στεριά.
Βέβαια, δεν ήταν καθόλου εύκολα τα πράγματα. Αυτή η ζωή είναι για τους λεβέντες. Ή για όσους δεν έχουν οικογένεια ή στον ήλιο μοίρα. Μπα! Δεν θα τη συνιστούσα σε κανέναν. Κι η πειρατεία, όσο φανταχτερή και περιπετειώδης κι αν φαντάζει στον κινηματογράφο σήμερα, τότε ήταν δύσκολη υπόθεση. Έπρεπε να είσαι έτοιμος για όλα, να προσέχεις να μη σού έρθει καμιά σφαίρα ή καμιά μαχαιριά στην πλάτη ή να μη χάσεις κάνα χέρι, όπως ο κάπταιν Κουκ στον «Πίτερ Παν», και κατέληγες με αγκίστρι στη θέση του.
Δύσκολοι καιροί. Αλλά και γεμάτοι ένταση. Δεν βαριόσουν ποτέ. Τώρα, πάνε, πέρασαν οι καιροί αυτοί για μένα. Μεγάλωσα πια. Έχοντας γλυτώσει με όλα τα μέλη μου στη θέση τους, μόνο η όρασή μου άρχισε λίγο να φθίνει. Αλλά δεν έχω παράπονο. Βρήκα καλή και λίγο νταρντάνα γυναίκα που με βοηθάει σε μια μικρή επιχείρηση που άνοιξα, με όλα τα αγαθά που κληρονόμησα τα χρόνια που «δούλευα» στα καράβια. Η Μαίρη-Λού έγινε γυναίκα μου και περιμένει το τέταρτό μας παιδί. Το σπίτι μας είναι πάνω ακριβώς από την πάμπ που έχουμε, με την επωνυμία «Το Μαύρο Μανταρίνι». Γιατί μαύρο; Γιατί κι εγώ λεγόμουν «Πιτ, ο μαύρος πειρατής». Είναι το όμορφο, μελαμψό χρώμα που μού χάρισε ο καλός Θεός. Και σκέφτηκα, «γιατί όχι, θα δώσω το ίδιο παρατσούκλι και στο Μανταρίνι της ταμπέλας που κρέμεται έξω από την πάμπ.»

No comments:

Post a Comment