Pageviews past week

Monday, January 6, 2014

Το νησί

Ξημερώματα και ο Φώτης, ένας νεαρός επιστήμονας από μια ελληνική επαρχία, αποβιβάζεται από το καράβι της εταιρείας θαλάσσιων  ερευνών σε αυτό το απομακρυσμένο νησί του νότιου Ατλαντικού.

Επιτέλους! Έφθασα, αναφώνησε. Κουρασμένος μα χαρούμενος που το μακρύ του ταξίδι τελείωσε. Εδώ σε αυτόν το ξεχασμένο τόπο κανείς δεν θα τον αναζητήσει. Θα μείνει μόνος με τον εαυτό του να ξεδιαλύνει τα πράγματα μέσα στο ταλαιπωρημένο του κεφάλι. Αυτό που του συνέβη ή καλύτερα αυτό που έκανε, θα τον στοίχειωνε για πάντα αν τελικά έμενε πίσω στην πατρίδα.

Τον υποδέχτηκε ο φαροφύλακας, ο Τόμ ένας Ιρλανδός ναυτικός, που διαδέχτηκε τον πατέρα του που κατείχε πριν την θέση αυτή. Δύσκολος τύπος, λιγόλογος, στα πρόθυρα του αλκοολικού.

- Ωραία! σε ευχαριστώ Τομ.

- Καλή διαμονή και καλή δύναμη Φώτης και μην ξεχνάς ότι χρειαστείς με ειδοποιείς. Εγώ μένω στον φάρο, δεν είναι μακριά από εδώ. Κάθε βράδυ πίνω κάνα ποτηράκι, όποτε θελήσεις είσαι πάντα ευπρόσδεκτος.

- Σε ευχαριστώ Τομ θα έρθω.

Ο Φώτης μέχρι το απόγευμα είχε ταχτοποιηθεί πλήρως στο νέο του σπίτι και στην νέα του εργασία. Το βράδυ ξάπλωσε στο κρεβάτι και πήρε να διαβάσει κάτι. Το βιβλίο του έπεσε από τα χέρια καθώς ο ύπνος ήρθε γρήγορα.

Είναι μεσάνυχτα, ξυπνάει ανήσυχος, του φαίνεται πως ακούει φωνές από την μεριά της θάλασσας. Οι φωνές γίνανε ουρλιαχτά που εισέβαλαν στο κεφάλι του και του τρυπούσαν το μυαλό.

Πηγαίνει στο παράθυρο. Δεν το ανοίγει, φοβάται. Στέκεται και αφουγκράζεται. Είναι απ’ έξω! μονολογεί.  

Ασφάλισε παράθυρα και πόρτες και κάθισε σε μια γωνιά του δωματίου, τρομαγμένος. Εκεί έμεινε έως το πρωί.

Το επόμενο βράδυ, άγρυπνος περιμένει. Τα ουρλιαχτά από την θάλασσα στην ώρα τους, τα ακούει έξω από την πόρτα του. Είναι πάλι εδώ, θέλουν να μπουν μέσα! Τον πονάνε, μα ο Φώτης αντέχει.  Θα αντέξει και σήμερα, όπως αντέχει κάθε μέρα. Δεν κοιμάται όμως καλά τα βράδια και η αϋπνία του φέρνει πονοκεφάλους. 

Είναι βράδυ πάλι, τώρα νιώθει ένα από αυτά τα πλάσματα μέσα στο σπίτι του.

- Θα τρελαθώ. Γιατί σε μένα γιατί, έλεγε ο Φώτης κρατώντας το κεφάλι του μέσα στις παλάμες του. Ηρέμησε, λέει μέσα του, σύνελθε επιτέλους, ξέρω ότι δεν είναι αληθινό. Ξέρω καλά ότι όλα είναι μέσα στο κεφάλι μου. Σύντομα όμως αντιλαμβάνεται κάτι ογκώδες να σέρνεται δίπλα του.    

Έξω ο αέρας ένας μικρός τυφώνας. Αδύνατο να αντέξει την παρουσία του πλάσματος μέσα στο σπίτι του. Βγαίνει έξω, τρέχει. Ο δυνατός αέρας  παρασέρνει την βροχή με δύναμη πιρουνιάζοντας το πρόσωπο του. Ακούει πίσω του το πλάσμα. Ο θεέ μου με κυνηγάει, δεν γυρίζει να το κοιτάξει, τρέχει να σωθεί. Νιώθει το πλάσμα να σέρνετε πίσω του. Τρέχει να σωθεί. Χτυπάει την πόρτα του φάρου. Η πόρτα ανοίγει αμέσως με το πρώτο του χτύπημα.

- Γρήγορα, του λέει ο Τομ και ο φαροφύλακας αμπαρώνει την πόρτα.

- Το είδες και εσύ Τομ, λέει ο Φώτης πίνοντας μεγάλες γουλιές από το ουίσκι που του πρόσφερε ο φαροφύλακας λίγες στιγμές αργότερα.

- Ναι Φώτης, την είδα από την πρώτη βραδιά που πάτησες το πόδι σου εδώ. Θα έλεγε κανείς ότι την έφερες μαζί σου, αν δεν ήξερα για τις πυρηνικές δοκιμές που γινόντουσαν κάποτε εδώ. Είναι δικό τους δημιούργημα, αποτέλεσμα δοκιμών Φώτης, αυτοί φταίνε, με είχε προειδοποιήσει ο πατέρας μου, αυτός τους ήξερε καλά. Αυτό όμως που δεν ξέρω είναι γιατί κυνηγούν εσένα Φώτης; 

- Σε ευχαριστώ για το ποτό Τομ θα τα ξαναπούμε και έκανε να φύγει βιαστικά.

Αυτό δεν άρεσε στον φαροφύλακα. Δεν του άρεσε που ο Τομ απόφυγε να του απαντήσει, δεν πρόλαβε καν να τον σταματήσει, το χέρι του έπιασε το στιλέτο που είχε κάτω από το πουκάμισο του.

Ο Φώτης κατέβηκε βιαστικά μόνος τα σκαλιά και έκλεισε με δύναμη την βαριά εξώπορτα. Είναι τρελός, σκέφτηκε βγαίνοντας έξω. Άκου πυρηνικές δοκιμές, τι βλακείες είναι αυτές, είναι σίγουρα τρελός. Αυτά είναι αποκυήματα της φαντασίας ενός μισότρελου αλκοολικού.

Ο φαροφύλακας απηυδισμένος κοιτάζει από το παράθυρο την απεγνωσμένη πορεία του Φώτη προς την θάλασσα. Τον είδε να στέκεται με το ζόρι όρθιος λόγω του αέρα, να σηκώνει τα χέρια και να φωνάζει προς την θάλασσα. Το τσιγάρο έπεσε από το στόμα του φαροφύλακα όταν είδε την γοργόνα με τα γαλάζια μάτια, να αναδύετε από τα μανιασμένα νερά. Μέσα σε αυτό το χαμό είδε τον Φώτη να πέφτει στα γόνατα. Άκουσε πάλι το απαίσιο ουρλιαχτό.


Μια δέσμη αέρα και νερού έπεσε με δύναμη στο παράθυρο του, έκτοτε δεν ξαναείδε ποτέ ξανά τον Φώτη. 

No comments:

Post a Comment