Pageviews past week

Wednesday, January 15, 2014

Η γατούλα η Αγγελική

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια λευκή γατούλα, η Αγγελική. Η Αγγελική ζούσε στη σκεπή ενός μεγάλου σπιτιού στην άκρη της πόλης. Στο σπίτι αυτό, κατοικούσε μία οικογένεια, η μαμά, ο μπαμπάς, τα δύο παιδιά τους και το ψαράκι τους, ο Χρυσοψαρούλης. Η μαμά και ο μπαμπάς πήγαιναν κάθε πρωί στις δουλειές τους, και τα παιδιά τα κρατούσαν οι γιαγιάδες, πότε η μία και πότε η άλλη. Ο δε Χρυσοψαρούλης ήταν πολύ φιλικός και καλοδιάθετος και έκανε βόλτες όλη μέρα στη γυάλα του κοιτώντας χαρούμενα τον κόσμο γύρω του.

Νονά της γατούλας μας ήταν μια γιαγιούλα, η κυρα-Αγγελική, που δεν είχε εγγόνια και δεν είχε από πού να ακούσει το όνομά της, όπως οι άλλες ηλικιωμένες κυρίες. Τα άλλα γατιά της γειτονιάς είχανε πιο αστεία ονόματα: ο Μπουμπούκης, η Ρία, και η Γιγί. Τα ονόματα αυτά τα είχαν διαλέξει τα γειτονόπουλα και οι γονείς τους.

Η Αγγελική ήταν καιρό στη γειτονιά. Κανείς δεν μπορούσε να πει από πότε, ούτε και από πούθε κρατούσε η σκούφια της. Όλοι θυμούνταν όμως τα πρώτα της αβέβαια βηματάκια και τα πρώτα της νιαουρίσματα. Γιατί τότε που ήταν μικρή, περνούσε τον καιρό της με τα άλλα γατιά και με τα παιδιά που έπαιζαν στην αλάνα. Από όταν μεγάλωσε κάπως όμως, άρχισε να περνά περισσότερο καιρό στη στέγη ή πάνω στα παράθυρα του σπιτιού, ίσως και στα μπαλκόνια μερικές φορές. Από κει, παρακολουθούσε όλα όσα γίνονταν μέσα και έξω από τα σπίτια.

Δεν ήταν πολύ κοινωνική, λοιπόν, κι ας ήξερε ότι όλοι την αγαπούν. Όπως και τα άλλα γατιά της γειτονιάς, έτσι και η Αγγελική έβρισκε κάθε τόσο λογιώ λογιώ λιχουδιές μέσα σε αλουμινόχαρτα δίπλα από την αυλόπορτα του σπιτιού: ψαροκόκαλα, ψωμί, περισσεύματα σαλάτας. Αλλά επειδή το αίμα νερό δε γίνεται, και η Αγγελική φρόντιζε όσο μπορούσε τη γειτονιά, καθαρίζοντας τις αυλές από ποντικάκια, κατσαριδούλες και άλλα ζωάκια που οι άνθρωποι δε θέλανε κοντά τους. Κι έτσι ήταν όλοι ευχαριστημένοι.

Σε ένα παραμύθι όμως, συνήθως κάποιος κινδυνεύει να πάθει ένα κακό. Στο παραμύθι μας αυτό, ο άτυχος της παρέας είναι ο Χρυσοψαρούλης. Ένα πρωινό που έλειπαν οι γονείς και τα παιδιά ήταν στο δωμάτιό τους και διαβάζανε παραμύθια με τη γιαγιά την Κλειώ, ο Χρυσοψαρούλης αποφάσισε να κάνει γυμναστική. Δεν έκανε συχνά, ο καημένος, και είχε αρχίσει να παχαίνει. Άρχισε λοιπόν να χοροπηδά μέσα στη γυάλα του. Πηδούσε ξανά και ξανά, και λίγο πριν σταματήσει, σε ένα «χοπ», πήδηξε τόσο ψηλά που βγήκε από τη γυάλα και έπεσε στο τραπεζάκι του σαλονιού, δίπλα στους κουραμπιέδες!

Σπαρταρούσε ο καημένος προσπαθώντας να ξαναπηδήξει μέσα στη γυάλα του, αλλά δεν τα κατάφερνε. Κανείς δεν γνώριζε για το ατυχές αυτό περιστατικό. Κανείς, εκτός από την Αγγελική, που όλα τα έβλεπε κι που όπου μπορούσε βοηθούσε. Η γατούλα μας λοιπόν πάλευε να σκεφτεί πώς να βοηθήσει το χαριτωμένο ψαράκι. Έκανε γρήγορα το γύρο του σπιτιού, αλλά δε βρήκε κανένα άνοιγμα για να χωθεί μέσα. Προσπάθησε να νιαουρίσει δυνατά στον Χρυσοψαρούλη να του πει να κάνει κουράγιο, αλλά η φωνή της δεν ήταν αρκετά δυνατή.

Μια και δυο, η Αγγελική αποφάσισε να αφήσει τις ντροπές της στην άκρη και να τραβήξει την προσοχή των παιδιών στο παιδικό δωμάτιο. Έτρεξε λοιπόν γρήγορα, σκαρφάλωσε όπως όπως στο περβάζι του παραθύρου και άρχισε να τρίβεται στο τζάμι νιαουρίζοντας αναστατωμένα. Όλοι καταλάβανε ότι κάτι έτρεχε, γιατί αυτό το φέρσιμο της Αγγελικής ήταν περίεργο. Ο μικρός Γιωργάκης ρώτησε, μήπως είναι άρρωστη; Κι άνοιξε το παράθυρο για να της βάλει θερμόμετρο.

Η Αγγελική άρπαξε την ευκαιρία, μπήκε στο δωμάτιο και έτρεξε στο σαλόνι. Η γιαγιά την ακολούθησε, τρέμοντας από φόβο μη σπάσει κανένα μπιμπελό και ποιος ακούει τη νύφη. Η Αγγελική πήγε γρήγορα στο τραπέζι του σαλονιού και άρπαξε τον Χρυσοψαρούλη με τα μπροστινά της πόδια. Η γιαγιά τρομοκρατήθηκε, νομίζοντας, η καημένη, ότι θα τον έτρωγε. Έτσι, με μια βιαστική κίνηση της τον άρπαξε και τον πέταξε πίσω στη γυάλα του.

Η Αγγελική, άδικα, βρέθηκε κατηγορούμενη! Κανείς δεν ήξερε ότι τα έκανε όλα αυτά για να σώσει το Χρυσοψαρούλη από βέβαιη ασφυξία. Μόνο ο Γιωργάκης βρέθηκε να αναρωτιέται, γιατί δεν το περίμενε κάτι τέτοιο από την Αγγελική. Έτσι, ένα βράδυ που όλοι είχανε πάει για ύπνο, ο Γιωργάκης κατέβηκε και ξύπνησε τον Χρυσοψαρούλη. Σε μια γλώσσα που μόνο τα μικρά παιδιά και τα μικρά ψαράκια μιλούν, τον ρώτησε τι έγινε εκείνη τη μέρα με την Αγγελική. Κι ο Χρυσοψαρούλης, όλο χαρά που επιτέλους κάποιος τον ρωτούσε, με το νι και με το σίγμα του τα είπε όλα.


Όλα τα είπε την άλλη μέρα κι ο Γιωργάκης στους γονείς του. Και, μέρες που ήτανε γιορτινές, όλοι μαζί αποφάσισαν να μαζέψουν τη γατούλα στο σπίτι, να της ζητήσουν συγνώμη και να τη φροντίζουν από δω και πέρα όπως και αυτή φρόντισε το ψαράκι τους. Κι εδώ τελειώνει η όμορφη ιστορία μας, με την οικογένεια να τρώει γαλοπούλα στο τραπέζι, την Αγγελική να κοιτάζει γαλήνια τη φλόγα στο τζάκι και τον Χρυσοψαρούλη να τους κοιτάζει όλους από τη γυάλα του.

No comments:

Post a Comment