Pageviews past week

Tuesday, January 7, 2014

Ένα ταξίδι

Το φως έμοιαζε να τιμωρεί οποιονδήποτε τόλμησε να δεχτεί την ενέργεια του.  O ιδρώτας ανάβλυζε μέσα από τους πόρους του δέρματος για να ζευγαρώσουν ξανά ο ήλιος και το νερό πάνω στο σώμα του ταξιδιώτη. Έτσι , του αποκάλυψαν  πως είναι το παιδί του γάμου που γέννησε το μύθο και έφτιαξε τελικά κι αυτά τα σοκάκια με τις γκρίζες πέτρες και τις άσπρες γραμμές. Στους αρμούς, αριστερά-δεξιά, η άγρια κάππαρη περήφανη επιβεβαίωνε το όνομα της.  Το χώμα αναστέναξε, έσπασε γεμίζοντας ρυτίδες και ακριβώς πάνω σε εκείνη τη γραμμή έσταξε μια σταγόνα ιδρώτα για  τα μυρμήγκια που έστησαν γιορτή. Αυτός κοιτώντας χαμηλά προς τη θάλασσα ζήτησε με θράσος από το δροσερό αέρα να σταματήσει να παρατηρεί  τη μάχη του λευκού και του μπλε μα να ανέβει προς τα πάνω  εκεί όπου οι άσπροι γλάροι απτόητοι συνεχίζουν να κινούνται σα να κρέμονται από τις ακτίνες του ήλιου. Μια ξαφνική ριπή αέρα τον έκανε να παραπατήσει. Με το αριστερό χέρι του ακούμπησε το τοιχίο στην άκρη του μονοπατιού και μια ματιά στο  τρομακτικό του γκρεμού του υπενθύμισε τη θνητότητα του όμως αυτό δε μείωσε την ένταση των αισθήσεων αλλά τις όξυνε θυμίζοντας του ότι είναι χώμα, φωτιά , νερό.


Θα περπατώ μόνο τα μεσημέρια , θα κάνω αυτό το καυτό βάσανο την εξιλέωση μου, σκέφτηκε μα σα δεύτερος γιός του θεού υποτάχθηκε ύστερα στο μαρτύριο της σάρκας που παρακαλούσε  για καταφύγιο. Στο χωριό τα τετράγωνα μικρά σπίτια τρέμανε μαζί με τα ρούχα του από το γαργάλημα του αέρα κι ένα γέλιο παιδιού μόνο έσπασε την γυάλινη ηρεμία του μεσημεριού. Σε ένα από αυτά μια κατάμαυρη καμάρα που υπήρχε στη θέση της πόρτας  τον κάλεσε να την περάσει.  Με το πρώτο βήμα στο εσωτερικό ψηλάφισε να πιάσει μια καρέκλα. Κάθισε.  Η πλάτη του ακούμπησε στον δροσερό τοίχο, τα μάτια του ξεθόλωσαν κι ένιωσε πως  ο χώρος σα να φωτίστηκε μέσα από εκείνον  ,τον περαστικό δημιουργό. Το δωμάτιο λιτό μα αρμονικά κατασκευασμένο είχε λίγα τραπέζια ,  δυο μικρά παράθυρα, μια πόρτα ακόμη και μια παλιά ξύλινη σκάλα , δούρειο ίππο στα  μπουκάλια, στα βάζα, στα  κουτιά στα ράφια. Ελιές, κονσέρβες, παστά,  σαπούνι. Από την εσωτερική πόρτα βγήκε μια γυναίκα, ντυμένη απλά με ένα μακρύ φόρεμα που στόλιζαν μόνο τα μαύρα μαλλιά της  τα τόσο μακριά που κάποια έστεκαν πάνω στη διογκωμένη κοιλιά της. Η εγκυμονούσα χαιρέτησε φιλικά τον επισκέπτη, του πρόσφερε δροσερό νερό κι αυτός  πήρε το ποτήρι μέσα από το χέρι της για να πιεί λαίμαργα  με προσποιητή συστολή. Της ζήτησε ούζο που γρήγορα ήρθε στο τραπέζι μαζί με παστό ψάρι, ελιές κι ένα γλυκό τυρί που μύριζε ζώο, βούτυρο και έφερνε στο μυαλό εικόνες από στάνη κάπου ψηλά σε άνυδρο βουνό. O ταξιδιώτης αφέθηκε στη γαλήνη της μοναχικότητας του. Μια γάτα έριξε μια κλεφτή ματιά στο χώρο και συνέχισε περήφανα την πορεία της. Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν μιλώντας γλώσσα κοινή. Η γάτα έχει όλη την αλήθεια μέσα της, σκέφτηκε με θαυμασμό και ζήλεια. Όταν αργότερα, το απόγευμα σηκώθηκε από το τραπέζι, φώναξε τη γυναίκα για να πληρώσει κι αυτή τον ρώτησε ήρεμα αν θέλει κάτι άλλο. Ανοιχτός φυσικά σε ερεθίσματα ζήτησε ζαλισμένος  ένα μεγάλο μπουκάλι ούζο για να πίνει τα μεσημέρια της Κυριακής στην πόλη και να ξεγελάει τον εαυτό του. Η γυναίκα πάτησε στην ξύλινη σκάλα με αυτοπεποίθηση στρέφοντας το σώμα της πλάγια. Ο ταξιδιώτης αφηρημένος έβλεπε από το μικρό παράθυρο τις βάρκες να μπλέκονται με τα κύματα. Η γυναίκα ανέβαινε στη σκάλα, άπλωνε το άσπρο χέρι της για να ζυγίσει την απόσταση . Αυτός αποφάσισε πως  το καλοκαιρινό ταξίδι θα μείνει μέσα του για πάντα, ευχόταν, ήλπιζε να του αφήσει το αίσθημα, γυρνώντας πίσω να κοιτάζει απτό παράθυρο να βλέπει βάρκες και κύματα με τον ήλιο ασπίδα στα χτυπήματα της συνήθειας. Το μπουκάλι έσπασε μπροστά στα πόδια του ταυτόχρονα με το βαρύ γδούπο της επαφής  σώματος και ξύλου. Το δικό του σώμα του έμεινε ακίνητο, το κεφάλι του περιστράφηκε όπως της σοφής κουκουβάγιας. Οι σκέψεις του κατέρρευσαν. Το πάτωμα πότιζε  ποτό, χιλιάδες κομμάτια γυαλί χαμογελούσαν επιθετικά καθώς  το φόρεμα της γυναίκας κοκκίνιζε ανάμεσα στα πόδια της. 

No comments:

Post a Comment